Οι Γερμανοί που επιλέγουν να συνεχίσουν να εργάζονται μετά τη συνταξιοδότησή τους θα έχουν τη δυνατότητα να κερδίζουν έως και 2.000 ευρώ τον μήνα αφορολόγητα, σύμφωνα με νέο σχέδιο νόμου που προωθεί ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, με στόχο την αντιμετώπιση της σοβαρής έλλειψης εργατικού δυναμικού. Το μέτρο, γνωστό ως «ενεργό συνταξιοδοτικό σχέδιο», αποτελεί προεκλογική δέσμευση του Μερτς και αναμένεται να εγκριθεί την Τετάρτη από τον κυβερνητικό συνασπισμό του με τους Σοσιαλδημοκράτες. Σύμφωνα με το προσχέδιο νόμου που δημοσίευσαν οι Financial Times, το μέτρο θα τεθεί σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2026 και θα κοστίσει περίπου 890 εκατ. ευρώ ετησίως.
Η γήρανση του πληθυσμού ασκεί πίεση στην οικονομία. Η Γερμανία αντιμετωπίζει μία από τις μεγαλύτερες δημογραφικές προκλήσεις στην Ευρώπη: μέχρι το 2035, 4,8 εκατ. εργαζόμενοι —περίπου 9% του εργατικού δυναμικού— θα συνταξιοδοτηθούν, γεγονός που θα επηρεάσει το ασφαλιστικό σύστημα και την ανάπτυξη. Ο νόμος αναγνωρίζει ότι «ο γερμανικός εργασιακός ιστός αντιμετωπίζει διαρθρωτικές προκλήσεις λόγω της δημογραφικής αλλαγής. Οι $BABY boomers αποχωρούν σταδιακά, ενώ λιγότεροι νέοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας».
Η εργασία μετά τη σύνταξη είναι ήδη επιτρεπτή, αλλά το Βερολίνο επιδιώκει να την καταστήσει πιο ελκυστική μέσω φοροαπαλλαγών, διατηρώντας παράλληλα τις κοινωνικές εισφορές για την ενίσχυση των ταμείων υγείας και συντάξεων.
Η Γερμανία ακολουθεί το παράδειγμα άλλων χωρών, όπως η Ελλάδα, που έχει καταφέρει να αυξήσει σημαντικά την απασχόληση των συνταξιούχων. Από το 2023, η Αθήνα επιτρέπει στους εργαζόμενους συνταξιούχους να διατηρούν ολόκληρη τη σύνταξή τους και να φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή 10% για το πρόσθετο εισόδημα. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των εργαζόμενων συνταξιούχων αυξήθηκε από 35.000 το 2023 σε πάνω από 250.000 τον Σεπτέμβριο του 2025, σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Εργασίας.
Η Γερμανία φαίνεται πιο γενναιόδωρη από την Ελλάδα, καθώς οι συνταξιούχοι που επιλέγουν να εργάζονται θα μπορούν να εισπράττουν έως 2.000 ευρώ μηνιαίως χωρίς φόρο, ενώ οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να πληρώνουν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενισχύοντας έτσι τα δημόσια ταμεία. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι το μέτρο θα κοστίσει 890 εκατ. ευρώ ετησίως, αν και οικονομολόγοι του IW Institute εκτιμούν ότι μπορεί να φτάσει τα 1,4 δισ. ευρώ, με περίπου 340.000 δικαιούχους.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, Holger Schmieding, δήλωσε ότι τα οφέλη του μέτρου θα φανούν μέσα σε δύο με τρία χρόνια, καθώς θα αυξηθεί η απασχόληση και οι κοινωνικές εισφορές. «Είναι επίσης ένα μήνυμα ότι η κοινωνία εκτιμά τη συμβολή των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων που επιλέγουν να συνεχίσουν να εργάζονται», σημείωσε.
Η Γερμανία, που έχει τις λιγότερες μέσες ώρες εργασίας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και έχει διπλασιάσει τη μερική απασχόληση από τη δεκαετία του ’90 (σήμερα στο 30% του εργατικού δυναμικού, κυρίως γυναίκες), προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο εργασίας. Η πρωτοβουλία του Μερτς εντάσσεται στη λεγόμενη «Φθινοπωρινή περίοδο μεταρρυθμίσεων», μια δέσμη πολιτικών για να αναζωογονηθεί η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και να κρατηθεί ενεργό ένα πολύτιμο κομμάτι του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας.