Ο Ισπανός σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ ζήτησε τη θέσπιση ενός κοινού κατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους σε ολόκληρη την ΕΕ, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Άμστερνταμ. «Εξαρτάται από εμάς να διασφαλίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρει μια καλύτερη ζωή στους πολίτες μας, συμπεριλαμβανομένου ενός κοινού κατώτατου μισθού σε ολόκληρη την ΕΕ», δήλωσε ο Σάντσεθ, απευθυνόμενος σε εκατοντάδες εκπροσώπους κομμάτων της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής οικογένειας.
Ο Σάντσεθ τόνισε την ανάγκη διεύρυνσης του κοινωνικού πυλώνα της Ευρώπης, καθώς, όπως είπε, τα δικαιώματα των εργαζομένων και των μεσαίων τάξεων απειλούνται, δικαιώματα που χρειάστηκαν δεκαετίες για να επιτευχθούν. Παράλληλα, υποστήριξε την ανάγκη υπεράσπισης της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης, την υιοθέτηση μέτρων για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε στέγαση και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, από τις 27 χώρες μέλη της ΕΕ, 22 έχουν θεσπίσει κατώτατο μισθό, με την Κύπρο να είναι η πιο πρόσφατη χώρα που εισήγαγε τον θεσμό. Από την 1η Ιανουαρίου 2020 έως την 1η Ιανουαρίου 2025, ο αριθμός των κρατών μελών που έχουν θεσπίσει κατώτατο μισθό δια νόμου αυξήθηκε από 21 σε 22. Ωστόσο, η Ιταλία, η Αυστρία, η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία παραμένουν χωρίς βασικό κατώτατο μισθό.
Ο κατώτατος μισθός υπολογίζεται διαφορετικά σε κάθε χώρα και συνδέεται με το κόστος ζωής. Σχεδόν τα μισά κράτη μέλη που παρέχουν βασικό μισθό καταβάλουν ποσά κάτω των 1.000 ευρώ. Αυτό ισχύει για τη Βουλγαρία (551 ευρώ), την Ουγγαρία (707 ευρώ), τη Λετονία (740 ευρώ), τη Ρουμανία (814 ευρώ), τη Σλοβακία (816 ευρώ), την Τσεχική Δημοκρατία (826 ευρώ), την Εσθονία (886 ευρώ), τη Μάλτα (961 ευρώ), την Ελλάδα (968 ευρώ) και την Κροατία (970 ευρώ).
Σε έξι άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, ο κατώτατος μισθός κυμαίνεται από 1.000 έως 1.500 ευρώ το μήνα, όπως στην Κύπρο (1.000 ευρώ), την Πορτογαλία (1.015 ευρώ), τη Λιθουανία (1.038 ευρώ), την Πολωνία (1.091 ευρώ), τη Σλοβενία (1.278 ευρώ) και την Ισπανία (1.381 ευρώ). Στα υπόλοιπα έξι κράτη, ο κατώτατος μισθός είναι υψηλότερος από 1.500 ευρώ, με το Λουξεμβούργο να φτάνει τα 2.638 ευρώ.
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης μείωση του χάσματος των αμοιβών, καθώς ο κατώτατος μισθός στο Λουξεμβούργο ήταν επτά φορές μεγαλύτερος από αυτόν της Βουλγαρίας το 2020, ενώ σήμερα είναι 4,8 φορές μεγαλύτερος. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ δεν μπορεί να επιβάλει κανονισμούς σχετικά με τους κατώτατους μισθούς, οι χώρες που έχουν ήδη θεσπίσει κατώτατο μισθό υποχρεούνται να συμμορφωθούν με την Οδηγία 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που απαιτεί τη θέσπιση πλαισίου για συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Η οδηγία καθορίζει κριτήρια για τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει κατώτατο μισθό, όπως η αγοραστική δύναμη, το γενικό επίπεδο μισθών και οι τάσεις εθνικής παραγωγικότητας. Ωστόσο, η ΕΕ δεν έχει νομοθετική αρμοδιότητα για τη ρύθμιση του εργατικού δικαίου, και οι οδηγίες της δεν μπορούν να επιβάλουν υποχρέωση για τη θέσπιση ενός κοινού κατώτατου μισθού, όπως προτείνει ο Πέδρο Σάντσεθ.