Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με το παρελθόν, ενώ η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι στο διεθνές περιβάλλον αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση για αυτόν, σύμφωνα με την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).

Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,5 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με κέρδη 2,4 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Στην αύξηση αυτή συνέβαλαν θετικά τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις, τα οποία αυξήθηκαν σημαντικά. Αντίθετα, αρνητικά επηρεάστηκαν από τη μικρή μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους, την αύξηση των λειτουργικών εξόδων και των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,8% τον Ιούνιο του 2025 από 16% το Δεκέμβριο του 2024, ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (TCR) ενισχύθηκε σε 20,4% από 19,8% το Δεκέμβριο του 2024, πολύ κοντά στο μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση.

Παράλληλα, σύμφωνα με την ΤτΕ, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων έχει βελτιωθεί. Ειδικότερα, τον Ιούνιο του 2025, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 3,6%, έναντι 3,8% το Δεκέμβριο του 2024. Αυτό το ποσοστό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ.

Όσον αφορά τις προοπτικές, η έκθεση της ΤτΕ αναφέρει ότι η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι στο διεθνές περιβάλλον παραμένουν η μεγαλύτερη πρόκληση για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ο εγχώριος τραπεζικός τομέας διαθέτει ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τυχόν αναταράξεις. Ωστόσο, τυχόν επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και, έμμεσα, τον εγχώριο τραπεζικό τομέα. Συνεπώς, η περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, απαιτώντας εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.