Τουλάχιστον τρεις σημαντικές προσωπικότητες της Wall Street αντάγωνιζαν την περασμένη εβδομάδα για το ποιος θα προειδοποιήσει πιο ηχηρά την αγορά: ο Τζέιμι Ντάιμον της JPMorgan, η Τζέιν Φρέιζερ της Citigroup και ο Μαρκ Ρόουαν της Apollo. Ο Ντάιμον ήταν ο πρώτος που μίλησε και κατάφερε να κλέψει την παράσταση. Αναφερόμενος στις πρόσφατες χρεοκοπίες εταιρειών όπως η Tricolor και η First Brands, προειδοποίησε ότι «όταν βλέπεις μία κατσαρίδα, υπάρχουν κι άλλες». Αυτή η φράση έγινε αμέσως το νέο σύνθημα φόβου στη Wall Street.
Το κλίμα αβεβαιότητας πέρασε γρήγορα και στην Ευρώπη. Την Παρασκευή, ο δείκτης Stoxx Europe 600 Banks υποχώρησε κατά 2,5%, με σημαντικές απώλειες για μεγάλες τράπεζες όπως η Deutsche Bank και η Société Générale, καθώς οι ανησυχίες για την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων επεκτάθηκαν και στην Ευρώπη. Η συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή: καθώς ξεκινά η περίοδος ανακοινώσεων αποτελεσμάτων, οι ευρωπαϊκές τράπεζες καλούνται να απαντήσουν σε δύσκολες ερωτήσεις. Οι UniCredit, Barclays, Lloyds και NatWest ανοίγουν τον κύκλο, και όπως σημειώνει ο Filippo Alloatti της Federated Hermes, «οι CEOs θα χρειαστεί να μετατοπίσουν το βλέμμα τους από τους μακροοικονομικούς δείκτες στους μικρο-κινδύνους των χαρτοφυλακίων».
Τα σημάδια που ανησυχούν τους επενδυτές είναι διάσπαρτα. Στις ΗΠΑ, δύο ακόμη περιφερειακές τράπεζες, η Zions Bancorp και η Western Alliance, ανακοίνωσαν ζημίες και έρευνες για πιθανά κρούσματα απάτης, ενώ η JPMorgan κατέγραψε απομείωση 170 εκατ. δολαρίων λόγω πτώχευσης της Tricolor. Ο Ντάιμον παραδέχθηκε ότι «δεν ήταν η καλύτερη στιγμή μας», αλλά άφησε να εννοηθεί πως δεν θα είναι και η τελευταία. Στην Ευρώπη, οι αγορές αρχίζουν να τιμολογούν τον κίνδυνο ότι οι «κατσαρίδες» του αμερικανικού private credit —τα κακοδομημένα δάνεια, η υπερέκθεση σε μη τραπεζικά ιδρύματα, οι υπερτιμημένες εξασφαλίσεις— μπορεί να αποδειχθούν μεταδοτικές.
Η ανησυχία εστιάζεται στα πιο αδιαφανή κομμάτια της πιστωτικής αγοράς: εταιρείες που δανείζουν εκτός τραπεζικού συστήματος, funds που αγοράζουν επικίνδυνα δάνεια και “σκιώδεις” χρηματοδοτικοί μηχανισμοί με υψηλή μόχλευση. Ο δείκτης των επιχειρήσεων private credit στις ΗΠΑ έχει υποχωρήσει κατά 15% φέτος, ενώ η Moody’$S μιλά για το «τέλος της χρυσής εποχής» αυτών των επενδυτών. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι μισές αμερικανικές τράπεζες έχουν έκθεση προς μη τραπεζικά ιδρύματα μεγαλύτερη από τα κεφαλαιακά τους «μαξιλάρια». Αν τα ρίσκα αυτά γίνουν «εξαγώγιμα», μέσω των διασυνδέσεων στις αγορές ομολόγων και τιτλοποιήσεων, τότε η Ευρώπη θα μπορούσε να δει τις δικές της «κατσαρίδες» να βγαίνουν από τις ρωγμές.
Προς το παρόν, τα στοιχεία δεν δείχνουν συστημική κρίση. Οι χρεοκοπίες παραμένουν περιορισμένες, οι προβλέψεις για ζημίες έχουν μειωθεί, και όπως σημειώνει η Wellington Management, «οι περισσότερες περιπτώσεις σχετίζονται με κακό underwriting και περιστατικά απάτης — όχι με δομική ασθένεια». Ωστόσο, οι επενδυτές γνωρίζουν ότι οι απάτες εμφανίζονται συνήθως στα τέλη των κύκλων. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Μαρκ Ρόουαν της Apollo, «όταν υπάρχει υπερβολικό χρήμα που κυνηγά λίγα assets, πάντα γίνονται παραλείψεις».
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν περάσει την τελευταία δεκαετία χτίζοντας κεφαλαιακά αποθέματα και βελτιώνοντας τη διαφάνεια. Όμως, ο συνδυασμός στενών περιθωρίων επιτοκίων, αυξημένων κόστους χρηματοδότησης και εμπορικών τριγμών αφήνει μικρό περιθώριο για λάθη. Η Unicredit θα βρεθεί πρώτη στο μικροσκόπιο — όχι μόνο για τα αποτελέσματα, αλλά και για τον τόνο που θα δώσει στην αφήγηση των κινδύνων.
Ίσως τελικά, όπως σχολιάζουν οι Financial Times, να πρόκειται για ιδιοσυγκρασιακές περιπτώσεις, όχι για «τερμίτες που έχουν φάει τα θεμέλια». Ωστόσο, η αγορά δεν ξεχνά ότι και η προηγούμενη κρίση άρχισε με μερικά “ασήμαντα” subprime δάνεια. Έτσι, η φράση του Ντάιμον μετατρέπεται σε προειδοποίηση: ακόμα κι αν οι πρώτες «κατσαρίδες» είναι αμερικανικές, η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να ανάψει τα φώτα και να πει με βεβαιότητα πως το δικό της σπίτι είναι καθαρό.